τρύγιος

τρύγιος
τρύγος
Cat. Cod.Astr.
neut gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυγιός — ὁ, Α [τρύξ, τρυγός] 1. η τρυγία 2. μτφ. το αποτέλεσμα ενός κακού («τρυγιοὶ πασῶν αἱρέσεων», Αθανάσ.) …   Dictionary of Greek

  • τρύγιος — ὁ, Α [τρύξ, τρυγός] 1. (κατά τον Ησύχ.) «τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου» 2. (κατ άλλους) προσωνυμία τού Διός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”